14 Ιαν 2016

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΑΗΝΑΣ Ο ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΟΥ ΔΣΕ

Στις 12 Ιουνίου συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τον θάνατο του αντιστράτηγου του ΔΣΕ Παντελή Βαηνά. Η ιστορία του φαντάζει τραγική, ο ίδιος την αντιλαμβανόταν ως διεθνιστικό και πατριωτικό χρέος. Γεννήθηκε το 1924 στο χωριό Ασπρόγεια Φλώρινας, πολέμησε με αυταπάρνηση και ενθουσιασμό τον κατακτητή ,έφυγε από την Ελλάδα με τη λήξη του Εμφυλίου ως αντιστράτηγος του ΔΣΕ και πέθανε στη Σόφια ως αντιστράτηγος του Βουλγαρικού στρατού.

Τον Παντελή Βαηνά δεν τον μνημονεύει κανένας ιστορικός, τον «στολίζουν» με μίσος τα εθνικιστικά sites, δεν τον θυμήθηκαν ούτε οι σύντροφοί του στο ΚΚΕ. Τον θυμούνται όμως στις μαρτυρίες τους οι μαχητές του ΔΣΕ που επέζησαν και συνήθως διαβίωσαν στην «υπερωρία», τον θυμούνται οι συγγενείς, οι φίλοι και οι συγχωριανοί του. Κανένας απ’ όσους τον γνώρισαν δεν τον κατηγόρησε ως Βούλγαρο, κανένας δεν μιλάει άσχημα γι’ αυτόν.

Η αργία της Κυριακής: η καθιέρωσή της το 1909-10 και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους καταστηματάρχες

Του Νίκου Ποταμιάνου
Η καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας το 1909, έναν αιώνα πριν, ήταν το πρώτο μέτρο εργατικής νομοθεσίας που ψηφίστηκε στην Ελλάδα.
Το ξήλωμα, στα χρόνια των μνημονίων, κάθε νομικού πλαισίου που περιορίζει τον βαθμό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας δεν θα μπορούσε να την αφήσει αλώβητη. Έχει ενδιαφέρον, πιστεύουμε, μια αναδρομή στο ιστορικό της καθιέρωσής της και η εξέταση των κοινωνικών και ιδεολογικών συμμαχιών που την προώθησαν. Ίσως εκπλήξει τον αναγνώστη η (διαφορετική από τη σημερινή) στάση των μεγάλων και μικρών εργοδοτών απέναντι στην αργία της Κυριακής, την οποία θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε με βάση τις διαφορετικές δομές.
Η τήρηση της αργίας με βάση τις χριστιανικές επιταγές παρέμενε ζωντανή ως πρακτική σε πολλούς βιοτεχνικούς κλάδους και σε εργοστάσια, σε γενικές γραμμές όμως είχε ατονήσει κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.[1] Σε επιμέρους πόλεις και κλάδους επιτυγχάνονταν συχνά λιγότερο ή περισσότερο βραχύβιες συναινέσεις για το κλείσιμο των καταστημάτων τις Κυριακές, αρκούσε όμως η πεισματική άρνηση ελάχιστων επαγγελματιών να συμμετάσχουν στο κλείσιμο για να ναυαγήσουν οι σχετικές προσπάθειες.[2] Στις αρχές του 20ού αιώνα είχε γίνει πια συνείδηση ότι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί μια μόνιμη «συνεννόηση κυρίων» και απαιτούνταν νομοθετική ρύθμιση.[3]